Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριακονταδύο
τριακονταείς
τριακονταέξ
τριακονταεπτά
τριακονταετηρίς
τριακονταέτης
τριακονταετία
τριακοντάζυγος
τριακοντάκις
τριακοντάκλινος
τριακοντάκωπος
τριακοντάμηνος
τριακονταμναῖος
τριακονταμοιρία
τριακοντάμοιρος
τριακονταμόριος
τριακοντάπεδος
τριακονταπεντάπηχυς
τριακονταπέντε
τριακοντάπηχυς
τριακονταπλάσιος
View word page
τριακοντάκωπος
thirty-oared
ShortDef
thirty-oared
Debugging
Headword:
τριακοντάκωπος
Headword (normalized):
τριακοντάκωπος
Headword (normalized/stripped):
τριακοντακωπος
Intro Text:
thirty-oared
IDX:
88685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88686
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "thirty-oared" }