Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριάκις
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριάκοντα
τριακοντάδραχμοι
τριακονταδύο
τριακονταείς
τριακονταέξ
τριακονταεπτά
τριακονταετηρίς
τριακονταέτης
τριακονταετία
τριακοντάζυγος
τριακοντάκις
τριακοντάκλινος
τριακοντάκωπος
τριακοντάμηνος
τριακονταμναῖος
τριακονταμοιρία
τριακοντάμοιρος
τριακονταμόριος
View word page
τριακονταέτης
thirty years old

ShortDef

thirty years old

Debugging

Headword:
τριακονταέτης
Headword (normalized):
τριακονταέτης
Headword (normalized/stripped):
τριακονταετης
IDX:
88680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88681
Key:

Data

{'content': 'thirty years old'}