Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμελίζω
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
View word page
ἀντιμεταβαίνω
passover in turn

ShortDef

passover in turn

Debugging

Headword:
ἀντιμεταβαίνω
Headword (normalized):
ἀντιμεταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταβαινω
IDX:
8867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8868
Key:

Data

{'content': 'passover in turn'}