Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
τριαινοειδής
τριαινοῦχος
τριαινόω
τριακάδαρχος
τριακαιδεκέτης
τριακάς
τριάκις
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριάκοντα
τριακοντάδραχμοι
τριακονταδύο
τριακονταείς
τριακονταέξ
τριακονταεπτά
τριακονταετηρίς
τριακονταέτης
View word page
τριάκις
three times, thrice

ShortDef

three times, thrice

Debugging

Headword:
τριάκις
Headword (normalized):
τριάκις
Headword (normalized/stripped):
τριακις
IDX:
88670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88671
Key:

Data

{'content': 'three times, thrice'}