Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
τριαινοειδής
τριαινοῦχος
τριαινόω
τριακάδαρχος
τριακαιδεκέτης
τριακάς
τριάκις
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριάκοντα
τριακοντάδραχμοι
τριακονταδύο
τριακονταείς
τριακονταέξ
τριακονταεπτά
View word page
τριακαιδεκέτης
thirteen years old

ShortDef

thirteen years old

Debugging

Headword:
τριακαιδεκέτης
Headword (normalized):
τριακαιδεκέτης
Headword (normalized/stripped):
τριακαιδεκετης
IDX:
88668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88669
Key:

Data

{'content': 'thirteen years old'}