Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρι
τρία
τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
τριαινοειδής
τριαινοῦχος
τριαινόω
τριακάδαρχος
τριακαιδεκέτης
τριακάς
τριάκις
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριάκοντα
τριακοντάδραχμοι
τριακονταδύο
τριακονταείς
View word page
τριαινόω
to heave with the trident
ShortDef
to heave with the trident
Debugging
Headword:
τριαινόω
Headword (normalized):
τριαινόω
Headword (normalized/stripped):
τριαινοω
IDX:
88666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88667
Key:
Data
{'content': 'to heave with the trident'}