Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρήχω
τρι
τρία
τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
τριαινοειδής
τριαινοῦχος
τριαινόω
τριακάδαρχος
τριακαιδεκέτης
τριακάς
τριάκις
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριάκοντα
τριακοντάδραχμοι
τριακονταδύο
View word page
τριαινοῦχος
wielding the trident

ShortDef

wielding the trident

Debugging

Headword:
τριαινοῦχος
Headword (normalized):
τριαινοῦχος
Headword (normalized/stripped):
τριαινουχος
IDX:
88665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88666
Key:

Data

{'content': 'wielding the trident'}