Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρητός
Τρηχίς
Τρῆχος
τρηχύς
τρηχώ
τρήχω
τρι
τρία
τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
τριαινοειδής
τριαινοῦχος
τριαινόω
τριακάδαρχος
τριακαιδεκέτης
τριακάς
τριάκις
View word page
τριαδίζω
make triple
ShortDef
make triple
Debugging
Headword:
τριαδίζω
Headword (normalized):
τριαδίζω
Headword (normalized/stripped):
τριαδιζω
IDX:
88660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88661
Key:
Data
{'content': 'make triple'}