Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρηματώδης
τρήρων
τρῆσις
τρητός
Τρηχίς
Τρῆχος
τρηχύς
τρηχώ
τρήχω
τρι
τρία
τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
τριαινοειδής
τριαινοῦχος
τριαινόω
τριακάδαρχος
View word page
τρία
three (see τρεῖς)

ShortDef

three (see τρεῖς)

Debugging

Headword:
τρία
Headword (normalized):
τρία
Headword (normalized/stripped):
τρια
IDX:
88657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88658
Key:

Data

{'content': 'three (see τρεῖς)'}