Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρηματίζω
τρηματόεις
τρηματώδης
τρήρων
τρῆσις
τρητός
Τρηχίς
Τρῆχος
τρηχύς
τρηχώ
τρήχω
τρι
τρία
τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
τριαινοειδής
τριαινοῦχος
View word page
τρήχω
to be rough
ShortDef
to be rough
Debugging
Headword:
τρήχω
Headword (normalized):
τρήχω
Headword (normalized/stripped):
τρηχω
IDX:
88655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88656
Key:
Data
{'content': 'to be rough'}