Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρέω
τρῆμα
τρηματίζω
τρηματόεις
τρηματώδης
τρήρων
τρῆσις
τρητός
Τρηχίς
Τρῆχος
τρηχύς
τρηχώ
τρήχω
τρι
τρία
τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
View word page
τρηχύς
rough, rugged
ShortDef
rough, rugged
Debugging
Headword:
τρηχύς
Headword (normalized):
τρηχύς
Headword (normalized/stripped):
τρηχυς
IDX:
88653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88654
Key:
Data
{'content': 'rough, rugged'}