Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεψίχρως
τρέω
τρῆμα
τρηματίζω
τρηματόεις
τρηματώδης
τρήρων
τρῆσις
τρητός
Τρηχίς
Τρῆχος
τρηχύς
τρηχώ
τρήχω
τρι
τρία
τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
View word page
Τρῆχος
Trechus

ShortDef

Trechus

Debugging

Headword:
Τρῆχος
Headword (normalized):
τρῆχος
Headword (normalized/stripped):
τρηχος
IDX:
88652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88653
Key:

Data

{'content': 'Trechus'}