Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιμεγαλοφρονέω
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμέθεξις
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμελίζω
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
View word page
ἀντιμεσουρανέω
to be in the opposite meridian
ShortDef
to be in the opposite meridian
Debugging
Headword:
ἀντιμεσουρανέω
Headword (normalized):
ἀντιμεσουρανέω
Headword (normalized/stripped):
αντιμεσουρανεω
IDX:
8864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8865
Key:
Data
{'content': 'to be in the opposite meridian'}