Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
τρεψίχρως
τρέω
τρῆμα
τρηματίζω
τρηματόεις
τρηματώδης
τρήρων
τρῆσις
τρητός
Τρηχίς
View word page
τρέψις
turning

ShortDef

turning

Debugging

Headword:
τρέψις
Headword (normalized):
τρέψις
Headword (normalized/stripped):
τρεψις
IDX:
88641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88642
Key:

Data

{'content': 'turning'}