Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
τρεψίχρως
τρέω
τρῆμα
τρηματίζω
τρηματόεις
τρηματώδης
τρήρων
τρῆσις
τρητός
View word page
τρέχω
to run
ShortDef
to run
Debugging
Headword:
τρέχω
Headword (normalized):
τρέχω
Headword (normalized/stripped):
τρεχω
IDX:
88640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88641
Key:
Data
{'content': 'to run'}