Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
τρεψίχρως
τρέω
τρῆμα
τρηματίζω
τρηματόεις
τρηματώδης
τρήρων
View word page
τρέχις
runner
ShortDef
runner
Debugging
Headword:
τρέχις
Headword (normalized):
τρέχις
Headword (normalized/stripped):
τρεχις
IDX:
88638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88639
Key:
Data
{'content': 'runner'}