Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
τρεψίχρως
τρέω
τρῆμα
τρηματίζω
τρηματόεις
View word page
τρέφω
to nourish, rear, maintain; congeal, curdle
ShortDef
to nourish, rear, maintain; congeal, curdle
Debugging
Headword:
τρέφω
Headword (normalized):
τρέφω
Headword (normalized/stripped):
τρεφω
IDX:
88636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88637
Key:
Data
{'content': 'to nourish, rear, maintain; congeal, curdle'}