Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
τρεψίχρως
τρέω
τρῆμα
View word page
τρέστης
trembler, coward
ShortDef
trembler, coward
Debugging
Headword:
τρέστης
Headword (normalized):
τρέστης
Headword (normalized/stripped):
τρεστης
IDX:
88634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88635
Key:
Data
{'content': 'trembler, coward'}