Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
τρεψίχρως
τρέω
View word page
τρέπω
to turn

ShortDef

to turn

Debugging

Headword:
τρέπω
Headword (normalized):
τρέπω
Headword (normalized/stripped):
τρεπω
IDX:
88633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88634
Key:

Data

{'content': 'to turn'}