Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
τρεψίχρως
View word page
τρεπτός
liable to be turned

ShortDef

liable to be turned

Debugging

Headword:
τρεπτός
Headword (normalized):
τρεπτός
Headword (normalized/stripped):
τρεπτος
IDX:
88632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88633
Key:

Data

{'content': 'liable to be turned'}