Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
View word page
τρεπτικός
causing change in

ShortDef

causing change in

Debugging

Headword:
τρεπτικός
Headword (normalized):
τρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
τρεπτικος
IDX:
88631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88632
Key:

Data

{'content': 'causing change in'}