Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
View word page
τρεπτέος
one must turn

ShortDef

one must turn

Debugging

Headword:
τρεπτέος
Headword (normalized):
τρεπτέος
Headword (normalized/stripped):
τρεπτεος
IDX:
88630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88631
Key:

Data

{'content': 'one must turn'}