Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀντίμαχος
ἀντίμαχος
ἀντιμεγαλοφρονέω
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμέθεξις
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμελίζω
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
View word page
ἀντιμερίζομαι
to impart in turn

ShortDef

to impart in turn

Debugging

Headword:
ἀντιμερίζομαι
Headword (normalized):
ἀντιμερίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμεριζομαι
IDX:
8862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8863
Key:

Data

{'content': 'to impart in turn'}