Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
τρέχις
View word page
τρέπεδδα
bank

ShortDef

bank

Debugging

Headword:
τρέπεδδα
Headword (normalized):
τρέπεδδα
Headword (normalized/stripped):
τρεπεδδα
IDX:
88628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88629
Key:

Data

{'content': 'bank'}