Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
τρεχέδειπνος
View word page
τρέμω
to tremble

ShortDef

to tremble

Debugging

Headword:
τρέμω
Headword (normalized):
τρέμω
Headword (normalized/stripped):
τρεμω
IDX:
88627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88628
Key:

Data

{'content': 'to tremble'}