Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρεισκαιδεκαπλασίων
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
τρέφω
View word page
τρεισκαιδεκώρυγος
of thirteen fathoms

ShortDef

of thirteen fathoms

Debugging

Headword:
τρεισκαιδεκώρυγος
Headword (normalized):
τρεισκαιδεκώρυγος
Headword (normalized/stripped):
τρεισκαιδεκωρυγος
IDX:
88626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88627
Key:

Data

{'content': 'of thirteen fathoms'}