Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαπλασίων
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρέμω
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτέος
τρεπτικός
τρεπτός
τρέπω
τρέστης
τρεφουργία
View word page
τρεισκαιδεκήρης
a galley rowed by thirteen men to each pair of oars passing through the same porthole
ShortDef
a galley rowed by thirteen men to each pair of oars passing through the same porthole
Debugging
Headword:
τρεισκαιδεκήρης
Headword (normalized):
τρεισκαιδεκήρης
Headword (normalized/stripped):
τρεισκαιδεκηρης
IDX:
88625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88626
Key:
Data
{'content': 'a galley rowed by thirteen men to each pair of oars passing through the same porthole'}