Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραχωματικός
τραχών
Τρεβάτιος
τρεῖος
τρεῖς
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαπλασίων
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
View word page
τρεισκαιδεκαπάλαστος
measuring thirteen παλασταί (palm of the hand)
ShortDef
measuring thirteen παλασταί (palm of the hand)
Debugging
Headword:
τρεισκαιδεκαπάλαστος
Headword (normalized):
τρεισκαιδεκαπάλαστος
Headword (normalized/stripped):
τρεισκαιδεκαπαλαστος
Intro Text:
measuring thirteen παλασταί (palm of the hand)
IDX:
88614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88615
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "measuring thirteen παλασταί (palm of the hand)" }