Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
Τρεβάτιος
τρεῖος
τρεῖς
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαπλασίων
τρεισκαιδεκαστάσιος
View word page
τρεῖος
tierce

ShortDef

tierce

Debugging

Headword:
τρεῖος
Headword (normalized):
τρεῖος
Headword (normalized/stripped):
τρειος
IDX:
88607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88608
Key:

Data

{'content': 'tierce'}