Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
Τρεβάτιος
τρεῖος
τρεῖς
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκάπηχυς
View word page
τραχών
a rugged, stony tract

ShortDef

a rugged, stony tract

Debugging

Headword:
τραχών
Headword (normalized):
τραχών
Headword (normalized/stripped):
τραχων
IDX:
88605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88606
Key:

Data

{'content': 'a rugged, stony tract'}