Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
Τρεβάτιος
τρεῖος
τρεῖς
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
View word page
τραχωματικός
of or for trachoma, suffering from trachoma

ShortDef

of or for trachoma, suffering from trachoma

Debugging

Headword:
τραχωματικός
Headword (normalized):
τραχωματικός
Headword (normalized/stripped):
τραχωματικος
IDX:
88604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88605
Key:

Data

{'content': 'of or for trachoma, suffering from trachoma'}