Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
Τρεβάτιος
τρεῖος
τρεῖς
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
View word page
τράχωμα
trachoma

ShortDef

trachoma

Debugging

Headword:
τράχωμα
Headword (normalized):
τράχωμα
Headword (normalized/stripped):
τραχωμα
IDX:
88603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88604
Key:

Data

{'content': 'trachoma'}