Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
Τρεβάτιος
τρεῖος
τρεῖς
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
τρεισκαιδεκάκλινος
View word page
τραχύφωνος
with rough, harsh voice

ShortDef

with rough, harsh voice

Debugging

Headword:
τραχύφωνος
Headword (normalized):
τραχύφωνος
Headword (normalized/stripped):
τραχυφωνος
IDX:
88601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88602
Key:

Data

{'content': 'with rough, harsh voice'}