Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
View word page
τραχυσμός
a roughening
ShortDef
a roughening
Debugging
Headword:
τραχυσμός
Headword (normalized):
τραχυσμός
Headword (normalized/stripped):
τραχυσμος
IDX:
88595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88596
Key:
Data
{'content': 'a roughening'}