Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
View word page
τράχυσμα
a roughness
ShortDef
a roughness
Debugging
Headword:
τράχυσμα
Headword (normalized):
τράχυσμα
Headword (normalized/stripped):
τραχυσμα
IDX:
88594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88595
Key:
Data
{'content': 'a roughness'}