Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τραχώδης
τράχωμα
View word page
τραχύς
rugged, rough

ShortDef

rugged, rough

Debugging

Headword:
τραχύς
Headword (normalized):
τραχύς
Headword (normalized/stripped):
τραχυς
IDX:
88593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88594
Key:

Data

{'content': 'rugged, rough'}