Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
View word page
τραχυόστρακος
rough-shelled

ShortDef

rough-shelled

Debugging

Headword:
τραχυόστρακος
Headword (normalized):
τραχυόστρακος
Headword (normalized/stripped):
τραχυοστρακος
IDX:
88591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88592
Key:

Data

{'content': 'rough-shelled'}