Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
View word page
τραχύνω
to make rough, rugged, uneven
ShortDef
to make rough, rugged, uneven
Debugging
Headword:
τραχύνω
Headword (normalized):
τραχύνω
Headword (normalized/stripped):
τραχυνω
IDX:
88589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88590
Key:
Data
{'content': 'to make rough, rugged, uneven'}