Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
View word page
τραχυντικός
making rough
ShortDef
making rough
Debugging
Headword:
τραχυντικός
Headword (normalized):
τραχυντικός
Headword (normalized/stripped):
τραχυντικος
IDX:
88588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88589
Key:
Data
{'content': 'making rough'}