Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
View word page
τραχυδέρμων
rough-skinned

ShortDef

rough-skinned

Debugging

Headword:
τραχυδέρμων
Headword (normalized):
τραχυδέρμων
Headword (normalized/stripped):
τραχυδερμων
IDX:
88587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88588
Key:

Data

{'content': 'rough-skinned'}