Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
View word page
τράχουρος
'rough-tail', the horse-mackerel, Caranx trachurus

ShortDef

'rough-tail', the horse-mackerel, Caranx trachurus

Debugging

Headword:
τράχουρος
Headword (normalized):
τράχουρος
Headword (normalized/stripped):
τραχουρος
IDX:
88585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88586
Key:

Data

{'content': "'rough-tail', the horse-mackerel, Caranx trachurus"}