Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
τραχυόστρακος
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
View word page
τρᾶχος
duretum

ShortDef

duretum

Debugging

Headword:
τρᾶχος
Headword (normalized):
τρᾶχος
Headword (normalized/stripped):
τραχος
IDX:
88584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88585
Key:

Data

{'content': 'duretum'}