Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
τραχύνω
τραχυόδους
View word page
τράχηλος
the neck, throat

ShortDef

the neck, throat

Debugging

Headword:
τράχηλος
Headword (normalized):
τράχηλος
Headword (normalized/stripped):
τραχηλος
IDX:
88580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88581
Key:

Data

{'content': 'the neck, throat'}