Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
τραχυδέρμων
τραχυντικός
View word page
τραχηλοκοπέω
cut the throat, behead

ShortDef

cut the throat, behead

Debugging

Headword:
τραχηλοκοπέω
Headword (normalized):
τραχηλοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
τραχηλοκοπεω
IDX:
88578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88579
Key:

Data

{'content': 'cut the throat, behead'}