Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
View word page
τραχηλοδεσμότης
chaining the neck

ShortDef

chaining the neck

Debugging

Headword:
τραχηλοδεσμότης
Headword (normalized):
τραχηλοδεσμότης
Headword (normalized/stripped):
τραχηλοδεσμοτης
IDX:
88576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88577
Key:

Data

{'content': 'chaining the neck'}