Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
τράχουρος
View word page
τραχηλιώδης
stiff-necked

ShortDef

stiff-necked

Debugging

Headword:
τραχηλιώδης
Headword (normalized):
τραχηλιώδης
Headword (normalized/stripped):
τραχηλιωδης
IDX:
88575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88576
Key:

Data

{'content': 'stiff-necked'}