Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
Τραχίς
τρᾶχος
View word page
τραχηλιστήρ
bandage

ShortDef

bandage

Debugging

Headword:
τραχηλιστήρ
Headword (normalized):
τραχηλιστήρ
Headword (normalized/stripped):
τραχηλιστηρ
IDX:
88574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88575
Key:

Data

{'content': 'bandage'}