Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
Τραχίνιος
View word page
τραχηλίς
collare

ShortDef

collare

Debugging

Headword:
τραχηλίς
Headword (normalized):
τραχηλίς
Headword (normalized/stripped):
τραχηλις
IDX:
88572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88573
Key:

Data

{'content': 'collare'}