Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
View word page
τραχήλιον
butt-end of a spear

ShortDef

butt-end of a spear

Debugging

Headword:
τραχήλιον
Headword (normalized):
τραχήλιον
Headword (normalized/stripped):
τραχηλιον
IDX:
88571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88572
Key:

Data

{'content': 'butt-end of a spear'}