Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
View word page
τραχηλιάω
arch the neck proudly

ShortDef

arch the neck proudly

Debugging

Headword:
τραχηλιάω
Headword (normalized):
τραχηλιάω
Headword (normalized/stripped):
τραχηλιαω
IDX:
88569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88570
Key:

Data

{'content': 'arch the neck proudly'}